Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμεροδρόμος
ἡμεροθηρικός
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἥμερος
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἦμες
ἡμέτερος
ἡμέων
ἥμην
ἤμην
ἤμησα
ἠμί
ἡμιασσᾱ́ριον
View word page
ἡμερο-φύλαξ
ἡμερο-φύλαξακοςm day-sentryX.

ShortDef

day-watcher

Debugging

Headword:
ἡμεροφύλαξ
Headword (normalized):
ἡμεροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ημεροφυλαξ
IDX:
17155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17156
Key:
ἡμεροφύλαξ

Data

{'headword_display': '<b>ἡμερο-φύλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμερο-φύλαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>day-sentry</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμεροφύλαξ'}