Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμερίς
ἡμεροδρόμος
ἡμεροθηρικός
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἥμερος
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἦμες
ἡμέτερος
ἡμέων
ἥμην
ἤμην
ἤμησα
ἠμί
View word page
ἡμερό-φαντος
ἡμερό-φαντοςονadjἡμέρᾱφαίνομαι of a dream, fig.ref. to extreme old ageappearing by dayA.

ShortDef

appearing by day

Debugging

Headword:
ἡμερόφαντος
Headword (normalized):
ἡμερόφαντος
Headword (normalized/stripped):
ημεροφαντος
IDX:
17154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17155
Key:
ἡμερόφαντος

Data

{'headword_display': '<b>ἡμερό-φαντος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμερό-φαντος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἡμέρᾱ</Ref><Ref>φαίνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dream, fig.ref. to extreme old age</Indic><Tr>appearing by day</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡμερόφαντος'}