Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρόμος
ἡμεροθηρικός
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἥμερος
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἦμες
ἡμέτερος
ἡμέων
ἥμην
ἤμην
ἤμησα
View word page
ἡμερότης
ἡμερότηςητοςfἥμερος gentlenessof a person's characterPl. Plu.

ShortDef

tameness

Debugging

Headword:
ἡμερότης
Headword (normalized):
ἡμερότης
Headword (normalized/stripped):
ημεροτης
IDX:
17153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17154
Key:
ἡμερότης

Data

{'headword_display': '<b>ἡμερότης</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἡμερότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἥμερος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>gentleness<Expl>of a person's character</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἡμερότης'}