Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρόμος
ἡμεροθηρικός
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἥμερος
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἦμες
ἡμέτερος
ἡμέων
View word page
ἡμερο-λόγιον
ἡμερολόγιονουn system of counting or keeping track of the days of the yearcalendarPlu.

ShortDef

a calendar

Debugging

Headword:
ἡμερολόγιον
Headword (normalized):
ἡμερολόγιον
Headword (normalized/stripped):
ημερολογιον
IDX:
17150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17151
Key:
ἡμερολόγιον

Data

{'headword_display': '<b>ἡμερο-λόγιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡμερο<hyph/>λόγιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>system of counting or keeping track of the days of the year</Def><Tr>calendar</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡμερολόγιον'}