Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡμέρᾱ
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρόμος
ἡμεροθηρικός
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἥμερος
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἦμες
ἡμέτερος
View word page
ἡμερολογέω
ἡμερολογέωcontr.vb countkeep track of the daysw.acc.for a period of timeHdt.

ShortDef

to count by days

Debugging

Headword:
ἡμερολογέω
Headword (normalized):
ἡμερολογέω
Headword (normalized/stripped):
ημερολογεω
IDX:
17149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17150
Key:
ἡμερολογέω

Data

{'headword_display': '<b>ἡμερολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἡμερολογέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>count<or/>keep track of the days</Tr><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>for a period of time<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἡμερολογέω'}