Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἦμεν
ἦμεν
ᾖμεν
ἡμέρᾱ
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμεροδρόμος
ἡμεροθηρικός
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἥμερος
ἡμεροσκόπος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
View word page
ἡμερο-θηρικός
ἡμερο-θηρικόςή όνadjἥμεροςθήρ fem.sb.art of hunting tame animalsPl.

ShortDef

of or for the hunting of tame beasts

Debugging

Headword:
ἡμεροθηρικός
Headword (normalized):
ἡμεροθηρικός
Headword (normalized/stripped):
ημεροθηρικος
IDX:
17146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17147
Key:
ἡμεροθηρικός

Data

{'headword_display': '<b>ἡμερο-θηρικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡμερο-θηρικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἥμερος</Ref><Ref>θήρ</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of hunting tame animals</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἡμεροθηρικός'}