Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἦμαρ
ἡμαρτήθην
ἡμαρτημένως
ἥμαρτον
ἠμάτιος
ἤμβλακον
ἤμβροτον
ἡμεδαπός
ἡμεῖς
ἠμελημένως
ἤμελλον
ἠμέν
ἦμεν
ἦμεν
ᾖμεν
ἡμέρᾱ
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
View word page
ἤμελλον
ἤμελλονimpf.seeμέλλω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤμελλον
Headword (normalized):
ἤμελλον
Headword (normalized/stripped):
ημελλον
IDX:
17134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17135
Key:
ἤμελλον

Data

{'headword_display': '<b>ἤμελλον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἤμελλον<LblR>impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἤμελλον'}