Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἧμαι
ἦμαρ
ἡμαρτήθην
ἡμαρτημένως
ἥμαρτον
ἠμάτιος
ἤμβλακον
ἤμβροτον
ἡμεδαπός
ἡμεῖς
ἠμελημένως
ἤμελλον
ἠμέν
ἦμεν
ἦμεν
ᾖμεν
ἡμέρᾱ
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερινός
ἡμέριος
View word page
ἠμελημένως
ἠμελημένωςpf.pass.ptcpl.advsee under ἀμελέω

ShortDef

carelessly

Debugging

Headword:
ἠμελημένως
Headword (normalized):
ἠμελημένως
Headword (normalized/stripped):
ημελημενως
IDX:
17133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17134
Key:
ἠμελημένως

Data

{'headword_display': '<b>ἠμελημένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἠμελημένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under <Ref>ἀμελέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἠμελημένως'}