Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐθέκαστος
αὐθέντης
αὐθημερόν
αὖθι
αὐθιγενής
αὖθις
αὐθόμαιμος
αὐίαχος
αὐλᾱ́
αὐλαίᾱ
αὐλακίζομαι
αὖλαξ
αὔλειος
αὐλέω
αὐλή
αὔλημα
αὔλησις
αὐλητήρ
αὐλητής
αὐλητικός
αὐλητρίς
View word page
αὐλακίζομαι
αὐλακίζομαιpass.vbαὖλαξ of landbe ploughed into furrowsPratin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐλακίζομαι
Headword (normalized):
αὐλακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αυλακιζομαι
IDX:
1712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1713
Key:
αὐλακίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>αὐλακίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>αὐλακίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>αὖλαξ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of land</Indic><Tr>be ploughed into furrows</Tr><Au>Pratin.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'αὐλακίζομαι'}