Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοτρόπιον
ἠλιτόμηνος
ἤλιτον
ἡλιῶτις
ἠλλάγην
ἧλος
ἠλοσύνη
ἠλύγη
ἤλυθον
ἤλυξα
Ἠλύσιον
View word page
ἡλιο-τρόπιον
ἡλιο-τρόπιονουnτρόπος sundialPlu.

ShortDef

heliotrope; sun-dial

Debugging

Headword:
ἡλιοτρόπιον
Headword (normalized):
ἡλιοτρόπιον
Headword (normalized/stripped):
ηλιοτροπιον
IDX:
17105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17106
Key:
ἡλιοτρόπιον

Data

{'headword_display': '<b>ἡλιο-τρόπιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἡλιο-τρόπιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>τρόπος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sundial</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἡλιοτρόπιον'}