Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοτρόπιον
ἠλιτόμηνος
ἤλιτον
ἡλιῶτις
ἠλλάγην
ἧλος
ἠλοσύνη
ἠλύγη
ἤλυθον
ἤλυξα
View word page
ἡλιο-στερής
ἡλιο-στερήςέςadjστερέω of a wide-brimmed hatkeeping off the sunproviding shadeS.

ShortDef

depriving of sun

Debugging

Headword:
ἡλιοστερής
Headword (normalized):
ἡλιοστερής
Headword (normalized/stripped):
ηλιοστερης
IDX:
17104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17105
Key:
ἡλιοστερής

Data

{'headword_display': '<b>ἡλιο-στερής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡλιο-στερής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στερέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wide-brimmed hat</Indic><Def>keeping off the sun</Def><Tr>providing shade</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡλιοστερής'}