Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠλιθιόω
ἡλικίᾱ
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοτρόπιον
ἠλιτόμηνος
ἤλιτον
ἡλιῶτις
ἠλλάγην
ἧλος
View word page
ἡλιό-μορφος
ἡλιό-μορφοςονadjμορφή of a personsun-like in appearanceCastorio

ShortDef

sun-shaped

Debugging

Headword:
ἡλιόμορφος
Headword (normalized):
ἡλιόμορφος
Headword (normalized/stripped):
ηλιομορφος
IDX:
17100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17101
Key:
ἡλιόμορφος

Data

{'headword_display': '<b>ἡλιό-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡλιό-μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>sun-like in appearance</Tr><Au>Castorio</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡλιόμορφος'}