Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικίᾱ
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοτρόπιον
ἠλιτόμηνος
ἤλιτον
ἡλιῶτις
ἠλλάγην
View word page
ἡλιο-μανής
ἡλιο-μανήςέςadjμαίνομαι of the cicadadriven wild by the sunsun-maddenedAr.

ShortDef

sun-mad, mad for love of the sun

Debugging

Headword:
ἡλιομανής
Headword (normalized):
ἡλιομανής
Headword (normalized/stripped):
ηλιομανης
IDX:
17099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17100
Key:
ἡλιομανής

Data

{'headword_display': '<b>ἡλιο-μανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡλιο-μανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαίνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the cicada</Indic><Def>driven wild by the sun</Def><Tr>sun-maddened</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡλιομανής'}