Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικίᾱ
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοστερής
ἡλιοτρόπιον
ἠλιτόμηνος
View word page
ἡλιό-βλητος
ἡλιό-βλητοςονadjἥλιοςβλητός of plainssun-beatenE.

ShortDef

sun-stricken, sun-burnt

Debugging

Headword:
ἡλιόβλητος
Headword (normalized):
ἡλιόβλητος
Headword (normalized/stripped):
ηλιοβλητος
IDX:
17096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17097
Key:
ἡλιόβλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἡλιό-βλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡλιό-βλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἥλιος</Ref><Ref>βλητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of plains</Indic><Tr>sun-beaten</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡλιόβλητος'}