Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡλιαίᾱ
ἡλιακός
ἡλίασις
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικίᾱ
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιόμορφος
View word page
ἠλιθιόω
ἠλιθιόωcontr.vb of thunderstupefythe sensesA.

ShortDef

to make foolish, distract, craze

Debugging

Headword:
ἠλιθιόω
Headword (normalized):
ἠλιθιόω
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιοω
IDX:
17090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17091
Key:
ἠλιθιόω

Data

{'headword_display': '<b>ἠλιθιόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἠλιθιόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of thunder</Indic><Tr>stupefy</Tr><Obj>the senses<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἠλιθιόω'}