Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡλιάζομαι
ἡλιαίᾱ
ἡλιακός
ἡλίασις
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικίᾱ
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
View word page
ἠλιθιότης
ἠλιθιότηςητοςf ineptitudePl.

ShortDef

folly, silliness

Debugging

Headword:
ἠλιθιότης
Headword (normalized):
ἠλιθιότης
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιοτης
IDX:
17089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17090
Key:
ἠλιθιότης

Data

{'headword_display': '<b>ἠλιθιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἠλιθιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>ineptitude</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἠλιθιότης'}