Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἦλθα
Ἡλιάδες
ἡλιάζομαι
ἡλιαίᾱ
ἡλιακός
ἡλίασις
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικίᾱ
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοειδής
View word page
ἠλιθιάζω
ἠλιθιάζωvbἠλίθιος act foolishlyAr.

ShortDef

to speak

Debugging

Headword:
ἠλιθιάζω
Headword (normalized):
ἠλιθιάζω
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιαζω
IDX:
17087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17088
Key:
ἠλιθιάζω

Data

{'headword_display': '<b>ἠλιθιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἠλιθιάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἠλίθιος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>act foolishly</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἠλιθιάζω'}