Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠλεός
ἠλευσάμην
ἠλήλατο
ἦλθα
Ἡλιάδες
ἡλιάζομαι
ἡλιαίᾱ
ἡλιακός
ἡλίασις
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικίᾱ
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
View word page
ἡλιαστικός
ἡλιαστικόςorἠλιαστικόςή όνadj of the wages, oathof a HeliastAr. Hyp.of an old manof the Heliast typeAr.

ShortDef

of, for, like a Heliast

Debugging

Headword:
ἡλιαστικός
Headword (normalized):
ἡλιαστικός
Headword (normalized/stripped):
ηλιαστικος
IDX:
17084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17085
Key:
ἡλιαστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἡλιαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡλιαστικός<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>ἠλιαστικός</FmHL></VL></HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the wages, oath</Indic><Tr>of a Heliast</Tr><Au>Ar. Hyp.</Au></aS1><aS1><Indic>of an old man</Indic><Tr>of the Heliast type</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡλιαστικός'}