Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἤλεο
ἠλεός
ἠλευσάμην
ἠλήλατο
ἦλθα
Ἡλιάδες
ἡλιάζομαι
ἡλιαίᾱ
ἡλιακός
ἡλίασις
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἡλικίᾱ
View word page
ἡλιακός
ἡλιακόςή όνadjἥλιος of a yearsolarPlu.

ShortDef

of the sun, solar

Debugging

Headword:
ἡλιακός
Headword (normalized):
ἡλιακός
Headword (normalized/stripped):
ηλιακος
IDX:
17081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17082
Key:
ἡλιακός

Data

{'headword_display': '<b>ἡλιακός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡλιακός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἥλιος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a year</Indic><Tr>solar</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡλιακός'}