Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠέρα
ἠερέθομαι
ἠέρθην
ἠέρι
ἠέριος
ἠέριος
ἠερμένος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ᾔεσαν
ἠή
ἠήν
ἤην
ἠθάς
ἠθεῖος
ἠθέλησα
ᾔθεος
ἠθέω
View word page
ἠεροφοῖτις
ἠεροφοῖτιςIon.fem.adjseeᾱ̓ερόφοιτος

ShortDef

walking in darkness

Debugging

Headword:
ἠεροφοῖτις
Headword (normalized):
ἠεροφοῖτις
Headword (normalized/stripped):
ηεροφοιτις
IDX:
17015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17016
Key:
ἠεροφοῖτις

Data

{'headword_display': '<b>ἠεροφοῖτις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἠεροφοῖτις</HL><PS>Ion.fem.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ᾱ̓ερόφοιτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἠεροφοῖτις'}