Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠέλιος
ἦεν
ἠέπερ
ἠέρα
ἠερέθομαι
ἠέρθην
ἠέρι
ἠέριος
ἠέριος
ἠερμένος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ᾔεσαν
ἠή
ἠήν
ἤην
ἠθάς
ἠθεῖος
View word page
ἠεροειδής
ἠεροειδήςIon.adjseeᾱ̓εροειδής

ShortDef

of dark and cloudy look, cloud-streaked

Debugging

Headword:
ἠεροειδής
Headword (normalized):
ἠεροειδής
Headword (normalized/stripped):
ηεροειδης
IDX:
17012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17013
Key:
ἠεροειδής

Data

{'headword_display': '<b>ἠεροειδής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἠεροειδής</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ᾱ̓εροειδής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἠεροειδής'}