Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾔεις
ἤεισα
ἠέλιος
ἦεν
ἠέπερ
ἠέρα
ἠερέθομαι
ἠέρθην
ἠέρι
ἠέριος
ἠέριος
ἠερμένος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ᾔεσαν
ἠή
ἠήν
ἤην
View word page
ἠέριος2
ἠέριος2Ion.adjseeᾱ̓έριος

ShortDef

early, with early morn

Debugging

Headword:
ἠέριος
Headword (normalized):
ἠέριος
Headword (normalized/stripped):
ηεριος
IDX:
17010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17011
Key:
ἠέριος_2

Data

{'headword_display': '<b>ἠέριος</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>ἠέριος<Hm>2</Hm></HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ᾱ̓έριος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἠέριος_2'}