Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἠέ
ᾖε
ἠέα
ᾔει
ἠείδει
ἤειδον
ᾔειν
ἤειρα
ᾔεις
ἤεισα
ἠέλιος
ἦεν
ἠέπερ
ἠέρα
ἠερέθομαι
ἠέρθην
ἠέρι
ἠέριος
ἠέριος
ἠερμένος
ἠεροειδής
View word page
ἠέλιος
ἠέλιοςep.mseeἥλιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠέλιος
Headword (normalized):
ἠέλιος
Headword (normalized/stripped):
ηελιος
IDX:
17002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17003
Key:
ἠέλιος

Data

{'headword_display': '<b>ἠέλιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἠέλιος</HL><PS>ep.m</PS></HG><XR>see<Ref>ἥλιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἠέλιος'}