Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐδάω
αὐδή
αὐδήεις
ἀυδρίᾱ
αὐερύω
ἀυήρω
αὐθᾱ́δεια
αὐθᾱ́δης
αὐθᾱδίᾱ
αὐθᾱδίζομαι
αὐθᾱδικός
αὐθᾱ́δισμα
αὐθᾱδόστομος
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέκαστος
αὐθέντης
αὐθημερόν
αὖθι
αὐθιγενής
αὖθις
View word page
αὐθᾱδικός
αὐθᾱδικόςή όνadj of a handoverbearingAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐθᾱδικός
Headword (normalized):
αὐθᾱδικός
Headword (normalized/stripped):
αυθαδικος
IDX:
1697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1698
Key:
αὐθᾱδικός

Data

{'headword_display': '<b>αὐθᾱδικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐθᾱδικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a hand</Indic><Tr>overbearing</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αὐθᾱδικός'}