Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἡδονή
ἦδος
ἡδυβόᾱς
ἡδύγελως
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδυλόγος
ἡδυμελής
ἥδυμος
ἡδυντικός
ἡδῡ́νω
ἡδύοινος
ἡδύοσμος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπαθής
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδύποτος
ἡδύς
View word page
ἡδυντικός
ἡδυντικόςή όνadjἡδῡ́νωof the skill of flatterygiving pleasurePl.

ShortDef

fit for seasoning

Debugging

Headword:
ἡδυντικός
Headword (normalized):
ἡδυντικός
Headword (normalized/stripped):
ηδυντικος
IDX:
16978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16979
Key:
ἡδυντικός

Data

{'headword_display': '<b>ἡδυντικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἡδυντικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἡδῡ́νω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of the skill of flattery</Indic><Tr>giving pleasure</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἡδυντικός'}