Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐδάζομαι
αὐδάω
αὐδή
αὐδήεις
ἀυδρίᾱ
αὐερύω
ἀυήρω
αὐθᾱ́δεια
αὐθᾱ́δης
αὐθᾱδίᾱ
αὐθᾱδίζομαι
αὐθᾱδικός
αὐθᾱ́δισμα
αὐθᾱδόστομος
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέκαστος
αὐθέντης
αὐθημερόν
αὖθι
αὐθιγενής
View word page
αὐθᾱδίζομαι
αὐθᾱδίζομαιmid.vb act obstinatelyPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐθᾱδίζομαι
Headword (normalized):
αὐθᾱδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αυθαδιζομαι
IDX:
1696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1697
Key:
αὐθᾱδίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>αὐθᾱδίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>αὐθᾱδίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>act obstinately</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'αὐθᾱδίζομαι'}