Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόνοια
ἄπονος
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι(ν)
ἀπονοσφίζω
ἀπονυκτερεύω
ἀπονυχίζω
ἀπονωτίζω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλόομαι
ἀποξῡ́νω
ἀποξυρέω
ἀποξῡστρόομαι
ἀποξῡ́ω
ἀποπάλλομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
View word page
ἀποξένωσις
ἀποξένωσιςεωςf stay abroadPlu.

ShortDef

a living abroad

Debugging

Headword:
ἀποξένωσις
Headword (normalized):
ἀποξένωσις
Headword (normalized/stripped):
αποξενωσις
IDX:
168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-169
Key:
ἀποξένωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀποξένωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποξένωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr> stay abroad</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποξένωσις'}