Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐφόλκιον
ἐφολκίς
ἐφολκός
ἐφομαρτέω
ἐφοπλίζω
ἐφορᾱτικός
ἐφοράω
ἐφορείᾱ
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
ἐφορίᾱ
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφορμίζομαι
ἔφορμος
ἔφορμος
View word page
ἐφορίᾱ
ἐφορίᾱfseeἐφορείᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐφορίᾱ
Headword (normalized):
ἐφορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
εφορια
IDX:
16797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16798
Key:
ἐφορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἐφορίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐφορίᾱ</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>ἐφορείᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐφορίᾱ'}