Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὖχος
εὐχρηστέω
εὐχρηστίᾱ
εὔχρηστος
εὐχροέω
ἐυχροής
εὔχροος
εὔχρῡσος
εὔχρως
εὐχωλή
εὐχωλιμαῖος
εὐψῡχίᾱ
εὔψῡχος
εὕω
εὐώδης
εὐωδίᾱ
εὐώλενος
εὐωνίᾱ
εὔωνος
εὐώνυμος
εὐῶπις
View word page
εὐχωλιμαῖος
εὐχωλιμαῖοςουm person bound by a vowvotaryHdt.

ShortDef

bound by a vow

Debugging

Headword:
εὐχωλιμαῖος
Headword (normalized):
εὐχωλιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
ευχωλιμαιος
IDX:
16663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16664
Key:
εὐχωλιμαῖος

Data

{'headword_display': '<b>εὐχωλιμαῖος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐχωλιμαῖος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>person bound by a vow</Def><Tr>votary</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐχωλιμαῖος'}