Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐχαίτης
εὔχαλκος
εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστήρια
εὐχαριστίᾱ
εὐχάριστος
εὐχάριτος
εὐχείμερος
εὔχειρ
εὐχειρίᾱ
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχή
εὔχῑλος
εὔχλοος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὐχόρευτος
View word page
εὐχειρίᾱ
εὐχειρίᾱᾱςf dexterity, skillof troopsPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐχειρίᾱ
Headword (normalized):
εὐχειρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευχειρια
IDX:
16642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16643
Key:
εὐχειρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐχειρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐχειρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>dexterity, skill<Expl>of troops</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐχειρίᾱ'}