Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔφωνος
εὐχαίτης
εὔχαλκος
εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστήρια
εὐχαριστίᾱ
εὐχάριστος
εὐχάριτος
εὐχείμερος
εὔχειρ
εὐχειρίᾱ
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχή
εὔχῑλος
εὔχλοος
εὔχομαι
εὔχορδος
View word page
εὔ-χειρ
εὔ-χειρχειροςmasc.fem.adjχείρ deft-handeddextrous, skilfulPi. S.

ShortDef

quick

Debugging

Headword:
εὔχειρ
Headword (normalized):
εὔχειρ
Headword (normalized/stripped):
ευχειρ
IDX:
16641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16642
Key:
εὔχειρ

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-χειρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-χειρ</HL><Infl>χειρος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>χείρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>deft-handed</Def><Tr>dextrous, skilful</Tr><Au>Pi. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔχειρ'}