Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔφυλλος
εὐφωνίᾱ
εὔφωνος
εὐχαίτης
εὔχαλκος
εὔχαρις
εὐχαριστέω
εὐχαριστήρια
εὐχαριστίᾱ
εὐχάριστος
εὐχάριτος
εὐχείμερος
εὔχειρ
εὐχειρίᾱ
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχή
εὔχῑλος
εὔχλοος
View word page
εὐ-χάριτος
εὐ-χάριτοςονadj of a circumstanceagreeableX.v.l. εὐχάριστος

ShortDef

agreeable, pleasant

Debugging

Headword:
εὐχάριτος
Headword (normalized):
εὐχάριτος
Headword (normalized/stripped):
ευχαριτος
IDX:
16639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16640
Key:
εὐχάριτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-χάριτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-χάριτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a circumstance</Indic><Tr>agreeable</Tr><Au>X.<LblR>v.l. <Gr>εὐχάριστος</Gr></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐχάριτος'}