Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐφημέω
εὐφημίᾱ
εὔφημος
εὔφθαρτος
εὔφθογγος
εὐφιλής
εὐφίλητος
εὐφιλόπαις
εὐφιλοτῑ́μητος
εὔφλεκτος
εὐφορέω
εὐφόρητος
εὔφορος
εὐφραδέως
εὐφραίνω
εὔφραστος
ἐυφρονέων
εὐφρόνη
εὐφροσύνη
εὐφροσύνως
εὔφρων
View word page
εὐ-φορέω
εὐ-φορέωcontr.vb of landbear good cropsNT.

ShortDef

bear well, be productive

Debugging

Headword:
εὐφορέω
Headword (normalized):
εὐφορέω
Headword (normalized/stripped):
ευφορεω
IDX:
16615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16616
Key:
εὐφορέω

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-φορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐ-φορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of land</Indic><Tr>bear good crops</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐφορέω'}