Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔτροχος
εὐτυκάζω
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτυχίᾱ
εὔυδρος
εὔυμνος
εὐυπέρβλητος
εὐυφής
εὐφᾱμέω
εὐφαρέτρᾱς
εὐφεγγής
εὐφημέω
εὐφημίᾱ
εὔφημος
εὔφθαρτος
εὔφθογγος
εὐφιλής
View word page
εὐ-υπέρβλητος
εὐ-υπέρβλητοςονadjὑπερβάλλω of an achievementeasily surpassedArist.

ShortDef

easily overcome

Debugging

Headword:
εὐυπέρβλητος
Headword (normalized):
εὐυπέρβλητος
Headword (normalized/stripped):
ευυπερβλητος
IDX:
16600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16601
Key:
εὐυπέρβλητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-υπέρβλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-υπέρβλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑπερβάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an achievement</Indic><Tr>easily surpassed</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐυπέρβλητος'}