Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐτρεφής
ἐύτρητος
Εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφίᾱ
ἐυτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζω
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτυχίᾱ
εὔυδρος
εὔυμνος
εὐυπέρβλητος
εὐυφής
εὐφᾱμέω
εὐφαρέτρᾱς
View word page
εὔ-τυκτος
εὔ-τυκτοςονadjτυκτός of objectswell-made, finely wroughtHom. Hes. hHom. B. AR.

ShortDef

well-made, well-wrought

Debugging

Headword:
εὔτυκτος
Headword (normalized):
εὔτυκτος
Headword (normalized/stripped):
ευτυκτος
IDX:
16593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16594
Key:
εὔτυκτος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-τυκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-τυκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τυκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of objects</Indic><Tr>well-made, finely wrought</Tr><Au>Hom. Hes. hHom. B. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔτυκτος'}