Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
ἐύτρητος
Εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφίᾱ
ἐυτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζω
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτυχίᾱ
εὔυδρος
View word page
εὐτροφίᾱ
εὐτροφίᾱᾱςfτρέφω good nutritionof the body or soulPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐτροφίᾱ
Headword (normalized):
εὐτροφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευτροφια
IDX:
16588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16589
Key:
εὐτροφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐτροφίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐτροφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>good nutrition<Expl>of the body or soul</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐτροφίᾱ'}