Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελίᾱ
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
ἐύτρητος
Εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφίᾱ
ἐυτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζω
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
View word page
εὔτριχος
εὔτριχοςgen.adj.seeεὔθριξ

ShortDef

with beautiful hair

Debugging

Headword:
εὔτριχος
Headword (normalized):
εὔτριχος
Headword (normalized/stripped):
ευτριχος
IDX:
16586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16587
Key:
εὔτριχος

Data

{'headword_display': '<b>εὔτριχος</b>', 'content': '<XE><RefFm>εὔτριχος<LblR>gen.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>εὔθριξ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εὔτριχος'}