Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐτονίᾱ
εὔτονος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελίᾱ
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
ἐύτρητος
Εὐτρίαινα
εὔτριχος
εὔτροπος
εὐτροφίᾱ
ἐυτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτυκάζω
εὔτυκος
View word page
εὔ-τρεπτος
εὔ-τρεπτοςονadjτρέπω of air, as an elementvery variablePlu.

ShortDef

easily changing

Debugging

Headword:
εὔτρεπτος
Headword (normalized):
εὔτρεπτος
Headword (normalized/stripped):
ευτρεπτος
IDX:
16582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16583
Key:
εὔτρεπτος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-τρεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-τρεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of air, as an element</Indic><Tr>very variable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔτρεπτος'}