Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐτλήμων
ἐύτμητος
εὐτοκίᾱ
εὐτολμίᾱ
εὔτολμος
εὔτομος
εὐτονίᾱ
εὔτονος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελίᾱ
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
ἐύτρητος
Εὐτρίαινα
εὔτριχος
View word page
εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελεύομαιmid.vbεὐτράπελος make a witty remarkPlb.

ShortDef

to be witty, ready

Debugging

Headword:
εὐτραπελεύομαι
Headword (normalized):
εὐτραπελεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ευτραπελευομαι
IDX:
16576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16577
Key:
εὐτραπελεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>εὐτραπελεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐτραπελεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>εὐτράπελος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>make a witty remark</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐτραπελεύομαι'}