Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐτελής
εὐτερπής
εὐτλήμων
ἐύτμητος
εὐτοκίᾱ
εὐτολμίᾱ
εὔτολμος
εὔτομος
εὐτονίᾱ
εὔτονος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελίᾱ
εὐτράπελος
εὐτραφής
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὔτρεπτος
εὐτρεφής
ἐύτρητος
View word page
εὔ-τορνος
εὔ-τορνοςονadjτόρνος of a shield's rimwell-roundedE.

ShortDef

well-turned, rounded, circular

Debugging

Headword:
εὔτορνος
Headword (normalized):
εὔτορνος
Headword (normalized/stripped):
ευτορνος
IDX:
16574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16575
Key:
εὔτορνος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-τορνος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>εὔ-τορνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τόρνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a shield's rim</Indic><Tr>well-rounded</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'εὔτορνος'}