Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐσυνθετέω
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὐσύντριπτος
εὔσφυρος
εὐσχεθής
εὐσχημονέω
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐτακτέω
εὔτακτος
εὐταξίᾱ
εὐτάρακτος
εὖτε
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχητος
εὐτεκνίᾱ
εὔτεκνος
View word page
εὐσωματέω
εὐσωματέωcontr.vbσῶμα be strong in bodyE. Ar.

ShortDef

to be well-grown, to be strong and lusty

Debugging

Headword:
εὐσωματέω
Headword (normalized):
εὐσωματέω
Headword (normalized/stripped):
ευσωματεω
IDX:
16552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16553
Key:
εὐσωματέω

Data

{'headword_display': '<b>εὐσωματέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐσωματέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σῶμα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be strong in body</Tr><Au>E. Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐσωματέω'}