Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐσύνετος
εὐσυνθετέω
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὐσύντριπτος
εὔσφυρος
εὐσχεθής
εὐσχημονέω
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐτακτέω
εὔτακτος
εὐταξίᾱ
εὐτάρακτος
εὖτε
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχητος
εὐτεκνίᾱ
View word page
εὔ-σχολος
εὔ-σχολοςονadjσχολή of a peopleat leisurei.e. at peace, opp. at warPlb.

ShortDef

unoccupied

Debugging

Headword:
εὔσχολος
Headword (normalized):
εὔσχολος
Headword (normalized/stripped):
ευσχολος
IDX:
16551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16552
Key:
εὔσχολος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-σχολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-σχολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σχολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>at leisure<Expl>i.e. at peace, opp. at war</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔσχολος'}