Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐσύμβολος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνεσίᾱ
εὐσύνετος
εὐσυνθετέω
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὐσύντριπτος
εὔσφυρος
εὐσχεθής
εὐσχημονέω
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐτακτέω
εὔτακτος
εὐταξίᾱ
εὐτάρακτος
εὖτε
εὐτείχεος
View word page
εὐσχημονέω
εὐσχημονέωcontr.vbεὐσχήμων behave with decorumPl.

ShortDef

to behave with decorum

Debugging

Headword:
εὐσχημονέω
Headword (normalized):
εὐσχημονέω
Headword (normalized/stripped):
ευσχημονεω
IDX:
16548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16549
Key:
εὐσχημονέω

Data

{'headword_display': '<b>εὐσχημονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐσχημονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>εὐσχήμων</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>behave with decorum</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐσχημονέω'}