Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔστῡλος
εὐσυλλόγιστος
εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνεσίᾱ
εὐσύνετος
εὐσυνθετέω
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὐσύντριπτος
εὔσφυρος
εὐσχεθής
εὐσχημονέω
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐτακτέω
εὔτακτος
εὐταξίᾱ
View word page
εὐ-σύντριπτος
εὐ-σύντριπτοςονadjσυντρῑ́βω of ladderseasily brokenPlb.

ShortDef

easily broken

Debugging

Headword:
εὐσύντριπτος
Headword (normalized):
εὐσύντριπτος
Headword (normalized/stripped):
ευσυντριπτος
IDX:
16545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16546
Key:
εὐσύντριπτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-σύντριπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-σύντριπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συντρῑ́βω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ladders</Indic><Tr>easily broken</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐσύντριπτος'}