Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστῡλος
εὐσυλλόγιστος
εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνεσίᾱ
εὐσύνετος
εὐσυνθετέω
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὐσύντριπτος
εὔσφυρος
εὐσχεθής
εὐσχημονέω
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐτακτέω
View word page
εὐ-σύνθετος
εὐ-σύνθετοςονadj of a compound wordeasily put togetherArist.

ShortDef

well-compounded

Debugging

Headword:
εὐσύνθετος
Headword (normalized):
εὐσύνθετος
Headword (normalized/stripped):
ευσυνθετος
IDX:
16543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16544
Key:
εὐσύνθετος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-σύνθετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-σύνθετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a compound word</Indic><Tr>easily put together</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐσύνθετος'}