Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὕστρᾱ
ἐύστρεπτος
ἐυστρεφής
εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστῡλος
εὐσυλλόγιστος
εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνεσίᾱ
εὐσύνετος
εὐσυνθετέω
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὐσύντριπτος
εὔσφυρος
εὐσχεθής
εὐσχημονέω
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
View word page
εὐσυνεσίᾱ
εὐσυνεσίᾱᾱςfεὐσύνετος good understandingintelligenceArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐσυνεσίᾱ
Headword (normalized):
εὐσυνεσίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευσυνεσια
IDX:
16540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16541
Key:
εὐσυνεσίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐσυνεσίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐσυνεσίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>εὐσύνετος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>good understanding</Def><Tr>intelligence</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐσυνεσίᾱ'}