Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐστέφανος
ἐύστιπτος
εὔστολος
εὐστομέω
εὐστομίᾱ
εὔστομος
εὐστοχέω
εὐστοχίᾱ
εὔστοχος
εὕστρᾱ
ἐύστρεπτος
ἐυστρεφής
εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστῡλος
εὐσυλλόγιστος
εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνεσίᾱ
εὐσύνετος
View word page
ἐύ-στρεπτος
ἐύ-στρεπτοςονep.adjστρεπτός of oxhide ropeswell-twistedOd.

ShortDef

well-twisted

Debugging

Headword:
ἐύστρεπτος
Headword (normalized):
ἐύστρεπτος
Headword (normalized/stripped):
ευστρεπτος
IDX:
16531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16532
Key:
ἐύστρεπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἐύ-στρεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐύ-στρεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>στρεπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of oxhide ropes</Indic><Tr>well-twisted</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐύστρεπτος'}