Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄτρομος
ἀτροπίη
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρῡ̄́μων
ἀτρῡ́πητος
ἄτρῡτος
Ἀτρῡτώνη
ἄτρυφος
ἄτρωτος
ἅττα
ἄττα
ἄττα
ἀτταγᾶς
ἀττανῑ́της
ἀττάραγος
ἀτταταῖ
ἀττέλεβος
Ἄττης
View word page
ἄ-τρυφος
τρυφοςονadjprivatv.prfx.,τρύφος of cheesenot crumblyAlcm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄτρυφος
Headword (normalized):
ἄτρυφος
Headword (normalized/stripped):
ατρυφος
IDX:
1652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1653
Key:
ἄτρυφος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-τρυφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>τρυφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>τρύφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cheese</Indic><Tr>not crumbly</Tr><Au>Alcm.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄτρυφος'}