Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐύσσωτρος
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
ἐύστειρος
εὔστερνος
εὐστέφανος
ἐύστιπτος
εὔστολος
εὐστομέω
εὐστομίᾱ
εὔστομος
εὐστοχέω
εὐστοχίᾱ
εὔστοχος
εὕστρᾱ
ἐύστρεπτος
ἐυστρεφής
εὔστροφος
View word page
εὔ-στολος
εὔ-στολοςep.ἐύστολοςονadjστολή of a shipwell-equippedS. AR.

ShortDef

well-equipped, well-behaved

Debugging

Headword:
εὔστολος
Headword (normalized):
εὔστολος
Headword (normalized/stripped):
ευστολος
IDX:
16523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16524
Key:
εὔστολος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-στολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-στολος</HL><VL><Lbl>ep.</Lbl><FmHL>ἐύστολος</FmHL></VL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>well-equipped</Tr><Au>S. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔστολος'}