Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔσοος
εὐσπλαγχνίᾱ
εὔσπορος
ἐύσσελμος
ἐύσσωτρος
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
ἐύστειρος
εὔστερνος
εὐστέφανος
ἐύστιπτος
εὔστολος
εὐστομέω
εὐστομίᾱ
εὔστομος
εὐστοχέω
εὐστοχίᾱ
εὔστοχος
View word page
ἐύ-στειρος
ἐύ-στειροςονIon.η ονAR.ep.adjστεῖρα2 of a shipwith a fine keelCall. AR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐύστειρος
Headword (normalized):
ἐύστειρος
Headword (normalized/stripped):
ευστειρος
IDX:
16519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16520
Key:
ἐύστειρος

Data

{'headword_display': '<b>ἐύ-στειρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐύ-στειρος</HL><Infl>ον<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η ον</FmInfl><Au>AR.</Au></VInfl></Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>στεῖρα<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>with a fine keel</Tr><Au>Call. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐύστειρος'}